ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟ ΕΜΠΟΡΙΟ

ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑς ΑΓΟΡΑΣ

Περιεχόμενα

Α. ΝΟΜΟΣ 4177/2013 (ΦΕΚ Α' 173/8-8-2013)

«Κανόνες ρύθμισης της αγοράς προϊόντων και της παροχής υπηρεσιών και άλλες διατάξεις» 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’

ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

(Σύμφωνα με τις τροποποιήσεις των διατάξεων του νόμου 5039/2023.)

Με τον παρόντα νόμο ορίζονται κανόνες για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που διακινούνται, διατίθενται και παρέχονται στην ελληνική αγορά, από οικονομικούς φορείς που δραστηριοποιούνται στο στεγασμένο, υπαίθριο (πλανόδιο και στάσιμο) και από απόσταση εμπόριο.

 

Για συναλλαγές που αφορούν σε προϊόντα και υπηρεσίες από απόσταση, όπως το ηλεκτρονικό εμπόριο και άλλες μορφές, εφαρμόζονται επιπλέον οι διατάξεις του άρθρου 4 του Ν. 2251/1994 (Α΄191).

 

Τα οριζόμενα ισχύουν με την επιφύλαξη ειδικότερων ρυθμίσεων που απορρέουν από την εθνική ή ενωσιακή νομοθεσία.

 

Από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου εξαιρούνται οι επιστημονικές υπηρεσίες που παρέχονται από τους ελεύθερους επαγγελματίες που προβλέπονται στο άρθρο 48 παρ. 1 του Ν. 2238/1994 (Α’ 151), καθώς και κάθε υπηρεσία τραπεζικής, πιστωτικής, ασφαλιστικής ή επενδυτικής φύσεως ή σχετική με ατομικές συντάξεις ή με πληρωμές.

Για την εφαρμογή του παρόντος νόμου ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α) «Προϊόν»: κάθε προϊόν βιομηχανικής κατασκευής, κάθε χημικό προϊόν και κάθε προϊόν που συνιστά τρόφιμο.

β) «Προσυσκευασμένο προϊόν»: κάθε προϊόν που έχει τοποθετηθεί σε συσκευασία οποιασδήποτε φύσεως, χωρίς την παρουσία του αγοραστή και με τρόπο που το περιεχόμενο της συσκευασίας δεν μπορεί να μεταβληθεί χωρίς φανερό άνοιγμα ή αλλοίωσή της.

γ) «Προϊόν εναρμονισμένου τομέα»: κάθε μη εδώδιμο βιομηχανικό προϊόν, του οποίου οι προδιαγραφές και οι όροι εμπορίας καθορίζονται από κοινοτική νομοθεσία εναρμόνισης.

δ) «Ανακαινισμένα ή μεταχειρισμένα ή μετασκευασμένα προϊόντα»: τα προϊόντα που μετά την αρχική τους πώληση έχουν υποστεί ανακαίνιση ή μετασκευή και πωλούνται εκ νέου.

ε) «Χημικά προϊόντα»:

αα) Ουσία: ένα χημικό στοιχείο και οι ενώσεις του σε φυσική κατάσταση, όπως λαμβάνονται από οποιαδήποτε διεργασία παρασκευής, συμπεριλαμβανομένου κάθε πρόσθετου που είναι απαραίτητο για τη διατήρηση της σταθερότητάς της και κάθε πρόσμειξης που προέρχεται από τη χρησιμοποιούμενη διεργασία, αποκλειόμενου κάθε διαλύτη που μπορεί να διαχωρισθεί, χωρίς να επηρεάσει τη σταθερότητα της ουσίας ή να μεταβάλει τη σύνθεσή της.

ββ) Μείγμα: ένα μείγμα ή διάλυμα που αποτελείται από δύο ή περισσότερες ουσίες.

γγ) Αντικείμενο: αντικείμενο, το οποίο κατά τη διαδικασία παραγωγής αποκτά ειδικό σχήμα, επιφάνεια ή σχεδιασμό που καθορίζει τη χρηστική λειτουργία του σε μεγαλύτερο βαθμό από ότι η χημική του σύνθεση.

στ) «Τρόφιμα» (ή «είδη διατροφής»): ουσίες ή προϊόντα, είτε αυτά έχουν υποστεί πλήρη ή μερική επεξεργασία είτε όχι, τα οποία προορίζονται για βρώση από τον άνθρωπο ή αναμένεται ευλόγως ότι θα χρησιμεύσουν για το σκοπό αυτόν.

ζ) «Επισήμανση τροφίμων»: οι μνείες, ενδείξεις, εμπορικά ή βιομηχανικά σήματα, εμπορικές ονομασίες, εικόνες ή σύμβολα που αναφέρονται σε ένα τρόφιμο και φέρο­νται σε κάθε συσκευασία, έγγραφο, πινακίδα, ετικέτα, δακτύλιο ή περιλαίμιο που συνοδεύουν ή αναφέρονται στο τρόφιμο αυτό.

η) «Προσυσκευασμένο τρόφιμο»: η μονάδα πωλήσεως που προορίζεται να παρουσιασθεί ως έχει στον τελικό καταναλωτή και στις μονάδες ομαδικής εστίασης και που αποτελείται από ένα τρόφιμο και τη συσκευασία, μέσα στην οποία έχει τοποθετηθεί πριν από την προσφορά του προς πώληση, εφόσον η συσκευασία αυτή το καλύπτει ολικά ή μερικά, αλλά κατά τρόπο που να μην είναι δυνατόν να τροποποιηθεί το περιεχόμενο, χωρίς να ανοιχτεί ή να τροποποιηθεί η συσκευασία.

θ) «Υπηρεσία»: κάθε μη μισθωτή οικονομική δραστηριότητα που παρέχεται κατά κανόνα έναντι αμοιβής από επιχείρηση ή φυσικό πρόσωπο, με την εξαίρεση των επιστημονικών υπηρεσιών του εδαφίου δ΄ του άρθρου 1 του παρόντος.

ι) «Ηλεκτρονική υπηρεσία»: οποιαδήποτε υπηρεσία της κοινωνίας των πληροφοριών, ήτοι κάθε υπηρεσία που συνήθως παρέχεται έναντι αμοιβής, με ηλεκτρονικά μέσα εξ αποστάσεως και κατόπιν προσωπικής επιλογής ενός αποδέκτη υπηρεσιών.

Για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού, νοείται με τον όρο:

αα) Εξ αποστάσεως: υπηρεσία που παρέχεται χωρίς τα συμβαλλόμενα μέρη να είναι ταυτόχρονα παρόντα.

ββ) Με ηλεκτρονικά μέσα: υπηρεσία που παρέχεται στην αφετηρία της και γίνεται αποδεκτή στον προορισμό της μέσω εξοπλισμών ηλεκτρονικής επεξεργασίας, συμπεριλαμβανομένης της ψηφιακής συμπίεσης ή αποθήκευσης δεδομένων και η οποία παρέχεται, διαβιβάζεται και λαμβάνεται εξ ολοκλήρου μέσω τηλεφωνικής γραμμής, ραδιοφωνικής μετάδοσης, οπτικής ίνας ή με άλλα ηλεκτρομαγνητικά μέσα.

γγ) Κατόπιν συγκεκριμένης παραγγελίας ενός αποδέκτη υπηρεσιών: υπηρεσία που παρέχεται με μετάδοση δεδομένων κατόπιν συγκεκριμένης παραγγελίας.

ια) «Εμπορικά έγγραφα»: έγγραφα με συγκεκριμένα στοιχεία μιας εμπορικής συναλλαγής, όπως εντολή ή παραγγελία, τιμολόγιο πώλησης ή απόδειξη παροχής υπηρεσιών, δελτίο αποστολής, πιστοποιητικό προέλευσης.

ιβ) «Κατασκευαστής, παραγωγός, παρασκευαστής»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατασκευάζει ή παράγει ή παρασκευάζει προϊόν ή που αναθέτει σε άλλους το σχεδιασμό ή την κατασκευή ή την παραγωγή ή την παρασκευή προϊόντος και διοχετεύει στην αγορά το προϊόν αυτό υπό την επωνυμία του ή το εμπορικό του σήμα.

ιγ) «Παρασκευαστής τροφίμων»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που παρασκευάζει, επεξεργάζεται, συσκευάζει, εισάγει από το εξωτερικό, συντηρεί, διατηρεί ή διαθέτει στην κατανάλωση τρόφιμα.

ιδ) «Εισαγωγέας»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο εγκατεστημένο στην Ε.Ε. που διαθέτει προϊόν τρίτης χώρας στην κοινοτική αγορά.

ιε) «Διανομέας»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο στην αλυσίδα εφοδιασμού, άλλο από τον κατασκευαστή ή τον εισαγωγέα, το οποίο καθιστά διαθέσιμο προϊόν στην αγορά.

ιστ) «Διάθεση»: η θέση για πρώτη φορά σε κυκλοφορία προϊόντος ή υπηρεσίας.

ιζ) «Υπεύθυνος διάθεσης»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο εγκατεστημένο στην Ελλάδα, το οποίο υπό την ιδιότητα του κατασκευαστή ή του εισαγωγέα ή του διανομέα διαθέτει προϊόν στην ελληνική αγορά.

ιθ) «Λιανεμπορική επιχείρηση» ή «Λιανοπωλητής»: η επιχείρηση ή το πρόσωπο που καθιστά διαθέσιμο προϊόν στον τελικό καταναλωτή.

κ) «Χονδρεμπορική επιχείρηση»: η επιχείρηση που προμηθεύεται προϊόντα από παραγωγούς ή παρασκευαστές και τα μεταπωλεί σε επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου.

κα) «Ποιότητα»: το σύνολο των στοιχείων και χαρακτηριστικών ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας, που προδιαγράφουν την ικανότητά του ή την ικανότητά της να ικανοποιήσει προδιαγεγραμμένες ανάγκες.

Όποιος διακινεί προϊόντα ή παρέχει υπηρεσίες υποχρεούται να εξασφαλίζει την ορθή, έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωση του καταναλωτή, η οποία μπορεί να επηρεάσει την αγοραστική του απόφαση, την ορθότητα της συναλλαγής, καθώς και όλους τους κανόνες υγιεινής και ασφάλειας. Με τις προβλεπόμενες στο άρθρο 4 αποφάσεις του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας εξειδικεύονται οι παραπάνω υποχρεώσεις, καθώς και οι επιβαλλόμενες κυρώσεις.

  1. Με αποφάσεις του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας ρυθμίζονται τα επί μέρους ζητήματα για την εφαρμογή του παρόντος νόμου και ειδικότερα το είδος και το περιεχόμενο του προστατευτέου αγαθού, η παραβατική συμπεριφορά, η πράξη ή η παράλειψη που βλάπτει τον καταναλωτή, ο τρόπος προστασίας της αγοράς, οι κανόνες λειτουργίας της αγοράς, τα χαρακτηριστικά των προϊόντων, οι προϋποθέσεις λειτουργίας των διαφόρων καταστημάτων και επιχειρήσεων, οι κυρώσεις σε περίπτωση παράβασης και κάθε άλλο θέμα που θα ανακύψει και σχετίζεται με την τήρηση των διατάξεων του παρόντος.
  2. Οι αποφάσεις της παραγράφου 1 αποτελούν ενιαίο σύνολο με τον τίτλο: «Κανόνες Διακίνησης και Εμπορίας Προϊόντων και Παροχής Υπηρεσιών (Κανόνες ΔΙ.Ε.Π.Π.Υ.)» και κωδικοποιούνται ανά πενταετία.
  3. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, κατόπιν γνώμης της Επιτροπής Ανταγωνισμού και εφόσον αυτό επιβάλλεται από λόγους δημοσίου συμφέροντος, μπορεί να καθορίζονται για συγκεκριμένες περιπτώσεις ανώτατες τιμές πώλησης προϊόντων σε επίπεδο χονδρικής ή λιανικής και παροχής υπηρεσιών, όταν εξ αντικειμένου δεν είναι εφικτό να λειτουργήσει ο ανταγωνισμός.

Σε κάθε πώληση ο προμηθευτής οφείλει να παρέχει στον καταναλωτή γραπτώς στην ελληνική γλώσσα ή με σύμβολα διεθνώς καθιερωμένα σαφείς και πλήρεις οδηγίες για την ασφαλή χρήση, διατήρηση, συντήρηση και πλήρη αξιοποίηση του προϊόντος και ενημέρωση για τους κινδύνους κατά τη χρήση και διατήρησή του. Από την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου εξαιρούνται τα προϊόντα που είναι απλά κατά την κατασκευή, τη χρήση και τη συντήρησή τους, εφόσον για τα προϊόντα αυτά δεν παρέχονται από τον κατασκευαστή οδηγίες σε οποιαδήποτε γλώσσα.

1. Τα προσυσκευασμένα τρόφιμα που διατίθενται ως έχουν στον τελικό καταναλωτή επισημαίνονται σύμφωνα με το άρθρο 11 του Κώδικα Τροφίμων και Ποτών, όπως ισχύει, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων επισήμανσης που προβλέπονται από ειδικές ενωσιακές ή εθνικές διατάξεις που ισχύουν για συγκεκριμένα τρόφιμα, όπως επίσης και τις γεωγραφικές ενδείξεις Προϊόντα Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ) και Προϊόντα Γεωγραφικής Ένδειξης (ΠΓΕ). Για τη διασφάλιση του περιεχομένου των προσυσκευασμένων τροφίμων από οποιαδήποτε παρέμβαση, οι συσκευασίες πρέπει να είναι ασφαλισμένες από τον παραγωγό-συσκευαστή, έτσι ώστε οποιαδήποτε παρέμβαση στο περιεχόμενο να καθίσταται φανερή από την καταστροφή του συστήματος ασφαλείας ή χαρακτηριστικών στοιχείων επισήμανσης του παραγωγού-συσκευαστή.

2. Για τρόφιμα που δεν είναι προσυσκευασμένα και προσφέρονται στον τόπο λιανικής πώλησης για άμεση πώληση στον καταναλωτή ή σε μονάδες ομαδικής εστίασης, ως ελάχιστες ενδείξεις επί της πινακίδας ορίζονται:

 

α) Η ονομασία πώλησης ή το είδος του τροφίμου.

β) Η ποιότητα και η ποικιλία του είδους αυτού, εφόσον προβλέπονται από άλλες διατάξεις.

γ) Η χώρα καταγωγής ή ο τόπος προέλευσης του τροφίμου.

δ) Η τιμή ανά μονάδα μέτρησης, όπως αυτή καθορίζεται με τις αποφάσεις του άρθρου 4.

3. Τα λοιπά προϊόντα, πλην τροφίμων που διατίθενται για τελική κατανάλωση, πρέπει να φέρουν τις ενδείξεις του προϊόντος, κατασκευαστή ή παρασκευαστή ή παραγωγού, εισαγωγέα, διανομέα, υπεύθυνου διάθεσης.

1. Σε όλα τα προϊόντα που διατίθενται για κατανάλωση είτε εντός του καταστήματος είτε από υπαίθριους πωλητές τοποθετούνται πινακίδες λιανικής πώλησης με τις κάθε φορά απαιτούμενες ενδείξεις.

2. Η πινακίδα με τις απαιτούμενες ενδείξεις τοποθετείται επί ή στο σημείο του πωλούμενου προϊόντος και πρέπει να είναι άμεσα αντιληπτή και απόλυτα εμφανής στον καταναλωτή. Όλες οι ενδείξεις αναγράφονται υποχρεωτικά στην ελληνική γλώσσα, με ευδιάκριτα και ευανάγνωστα στοιχεία και με τέτοιο τρόπο, ώστε να καθίστανται άμεσα ορατές και αντιληπτές από τον καταναλωτή. Ειδικά η τελική τιμή πώλησης πρέπει να είναι με έντονη γραφή (bold).

3. Η πινακίδα που φέρει τις απαιτούμενες πληροφορίες δεν πρέπει να καταστρέφεται για οποιονδήποτε λόγο ούτε να παραποιούνται, αλλοιώνονται ή αφαιρούνται οι αναγραφόμενες σε αυτήν ενδείξεις.

4. Τα διατιθέμενα προϊόντα, προσυσκευασμένα ή μη, πρέπει να εκτίθενται κατά τρόπο διακριτό, ώστε η διαφοροποίηση κάθε είδους να γίνεται άμεσα αντιληπτή από τον καταναλωτή, με βάση τις αναγραφόμενες ενδείξεις στην αντίστοιχη πινακίδα.

1. Η αγοραπωλησία όλων των προσυσκευασμένων προϊόντων γίνεται με βάση την καθαρή ποσότητα περιεχομένου. Στην καθαρή ποσότητα δεν συνυπολογίζονται τυχόν πρόσθετα μέσα συσκευασίας που περιέχονται στον κύριο περιέκτη.

2. Τα προϊόντα χύδην επιτρέπεται να πωλούνται σε μικτό βάρος υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται από τις αποφάσεις του άρθρου 4.

1. Επιχειρήσεις που παρέχουν κάθε μορφής υπηρεσίες προς τους πελάτες τους υποχρεούνται να αναρτούν σταθερά τιμοκατάλογο σε ορατό από τον πελάτη σημείο του καταστήματος ή γραφείου τους, στον οποίο αναγράφονται οι τιμές των υπηρεσιών που παρέχουν.

2. Οι ανωτέρω επιχειρήσεις υποχρεούνται να αναγράφουν στα τιμολόγια ή στις αποδείξεις (εκτός των αποδείξεων ταμειακών μηχανών) που εκδίδουν, ξεχωριστά για καθεμία παρεχόμενη υπηρεσία την αντίστοιχη αμοιβή που εισπράττουν προ και μετά ΦΠΑ.

1. Πρακτικές επικοινωνίας με σκοπό την ενημέρωση του καταναλωτή ή την προώθηση προϊόντων και υπηρεσιών πρέπει να γίνονται με τρόπο τέτοιο, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να αντιληφθεί όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες πριν προβεί σε αγορά προϊόντος ή υπηρεσίας.

2. Κατά την πώληση προϊόντων και παροχή υπηρεσιών και υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών (ΚΦΑΣ), του Ποινικού Κώδικα και του Ν. 2523/1997 (Α΄179), ο καταναλωτής δεν υποχρεούται να καταβάλει το αντίτιμο, εάν δεν λάβει το νόμιμο παραστατικό στοιχείο, όπως αυτό ορίζεται στις οικείες διατάξεις.

3. Στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου υπάγονται οι προωθητικές ενέργειες, οι εκπτώσεις και οι προσφορές και οι τιμοκατάλογοι παροχής υπηρεσιών.

4. Νέο αγαθό ή υπηρεσία θεωρείται εκείνο που διαφέρει ουσιωδώς από άλλο αγαθό ή υπηρεσία. Η διαφορά από άλλα προϊόντα που διαθέτει ή υπηρεσίες που παρέχει η επιχείρηση μπορεί να αφορά αθροιστικά ή διαζευκτικά τα ακόλουθα στοιχεία:

 

α) τη σύνθεση παραγωγής ή παροχής,

β) το κόστος παραγωγής ή παροχής,

γ) την ποιότητα,

δ) τις ιδιότητες και

ε) τη χρήση.

 

Η αλλαγή της ονομασίας ή του κωδικού αριθμού περιγραφής, καθώς επίσης και η αλλαγή συσκευασίας αγαθού δεν χαρακτηρίζει το είδος ως νέο.

Κάθε τρόπος αποθήκευσης τροφίμων, συμπεριλαμβανομένης και της ψύξης ή κατάψυξης, γίνεται με τρόπο που εξασφαλίζει τους κανόνες υγιεινής και την προστασία του καταναλωτικού κοινού.

Ο κάθε είδους προμηθευτής έχει την υποχρέωση να γνωστοποιεί τις τιμές πώλησης των προϊόντων του στον εκάστοτε ενδιαφερόμενο αγοραστή, εφόσον ζητηθεί, με κάθε πρόσφορο έγγραφο μέσο.

Κατά τη διακίνηση και εμπορία προϊόντων ή την αποτίμηση παρεχόμενης υπηρεσίας εκδίδονται όλα τα νόμιμα παραστατικά. Στα εκδιδόμενα τιμολόγια, καθώς και στα παραστατικά διακίνησης αναγράφονται με ευκρινή στοιχεία όσα προβλέπονται στις διατάξεις του ν. 4308/2014. Επίσης, στα εκδιδόμενα τιμολόγια πέραν του υποχρεωτικού περιεχομένου αυτών αναγράφονται επιπλέον όπου αυτό επιβάλλεται από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις, η προέλευση και η επωνυμία του είδους, εφόσον υπάρχει, καθώς και η ονομασία του εμπορικού σήματος, που διακρίνει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες της επιχείρησης. Η χώρα προέλευσης, αν δεν προβλέπεται από άλλες διατάξεις απαιτείται μόνο για προϊόντα που προέρχονται από χώρες εκτός Ε.Ε..

Όλα τα μη αυτόματα όργανα ζύγισης, καθώς και όλα τα λοιπά όργανα μέτρησης που υπόκεινται σε νόμιμο έλεγχο, συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της έγκρισης τύπου ΕΚ ή της εθνικής έγκρισης κυκλοφορίας αυτών.

Τα μη αυτόματα όργανα ζύγισης συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της κοινής υπουργικής απόφασης υπ’ αριθμ. Φ2-1347/2013 (Β΄ 1392), όπως κάθε φορά ισχύει, και τα λοιπά όργανα μέτρησης συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της κοινής υπουργικής απόφασης υπ’ αριθμ. Φ2-1393/2007 (Β΄ 521), όπως κάθε φορά ισχύει.

1. Ως εκπτωτικές περίοδοι, κατά τη διάρκεια των οποίων επιτρέπεται η πώληση εμπορευμάτων ή η παροχή υπηρεσιών με μειωμένες τιμές, ορίζονται οι εξής:

 

α) χειμερινές εκπτώσεις, από τη δεύτερη Δευτέρα του Ιανουαρίου μέχρι το τέλος του Φεβρουαρίου και

β) θερινές εκπτώσεις, από τη δεύτερη Δευτέρα του Ιουλίου μέχρι το τέλος του Αυγούστου.

2. Οι προσφορές ορισμένης ποσότητας προϊόντων ή ορισμένης κατηγορίας προϊόντων, όπως ορίζονται στην απόφαση της παρ. 7, πραγματοποιούνται καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Κατά τη διενέργεια των προσφορών θα πρέπει να αναγράφονται ευκρινώς, στα σημεία όπου πωλούνται τα προσφερόμενα προϊόντα, η αρχική και η νέα μειωμένη τιμή των προϊόντων, με αναφορά στην κατάλληλη μονάδα μέτρησης ανά προϊόν.

 

2α. Σε κάθε ανακοίνωση περί μείωσης τιμής υποδεικνύεται η προγενέστερη τιμή που εφάρμοζε ο έμπορος για καθορισμένο χρονικό διάστημα πριν από την εφαρμογή της μείωσης της τιμής. Ως προγενέστερη τιμή νοείται η χαμηλότερη τιμή που εφάρμοσε ο έμπορος κατά τη διάρκεια του χρονικού διαστήματος των τριάντα (30) ημερών πριν από την εφαρμογή της μείωσης της τιμής. Όταν το προϊόν κυκλοφορεί στην αγορά για λιγότερο από τριάντα (30) ημέρες, ως προγενέστερη τιμή νοείται η χαμηλότερη τιμή που εφάρμοσε ο έμπορος κατά τη διάρκεια του χρονικού διαστήματος που το προϊόν κυκλοφορεί στην αγορά. Όταν η τιμή μειώνεται προοδευτικά κατά τη διάρκεια των τριάντα (30) ημερών, πριν από την εφαρμογή της μείωσης της τιμής, ως προγενέστερη τιμή νοείται η τιμή που ίσχυε πριν από την εφαρμογή της πρώτης από τις διαδοχικές μειώσεις τιμών.

. Η παρ. 2α δεν εφαρμόζεται για νωπά και ευαλλοίωτα γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα τα οποία, από τη φύση τους ή στο στάδιο της μεταποίησης, ενδέχεται να καταστούν ακατάλληλα προς πώληση εντός τριάντα (30) ημερών από τη συγκομιδή, την παραγωγή ή τη μεταποίηση, και ιδίως όσα περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι του ν. 4492/2017 (Α΄ 156).

(Παρ. 3, 4, 5, 6 καταργήθηκαν)

7. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Επενδύσεων εκδίδεται Κώδικας Δεοντολογίας για την προστασία του καταναλωτή κατά τις προσφορές και εκπτώσεις και τις προωθητικές ενέργειες, ιδίως σε ό,τι αφορά την ενημέρωση του κοινού, τις αναγραφόμενες τιμές, τη διάρκεια των προσφορών, την ποσότητα και τα χαρακτηριστικά των προσφερόμενων ειδών, την επιβολή διοικητικών κυρώσεων για την παράβαση των προβλέψεών του και κάθε άλλο σχετικό ζήτημα. Με όμοια απόφαση καθορίζεται η χρονική περίοδος κατά την οποία τα εποχικά είδη μπορούν να προσφέρονται σε μειωμένη τιμή, καθώς και οι όροι και οι προϋποθέσεις χαρακτηρισμού των καταστημάτων πώλησης αποθεμάτων (stock) και των εκπτωτικών καταστημάτων (outlet) και η πώληση εμπορευμάτων από τα καταστήματα αυτά.

1. Τα εμπορικά καταστήματα και τα καταστήματα παροχής υπηρεσιών σε καταναλωτές επιτρέπεται να λειτουργούν, τηρούμενης της εργατικής νομοθεσίας, από τις 6:00 έως τις 21:00, από τη Δευτέρα έως και το Σάββατο και τις Κυριακές, σύμφωνα με το άρθρο 16, εκτός από τις εξής ημέρες:
α) την πρώτη ημέρα του έτους (Πρωτοχρονιά),
β) την ημέρα της εορτής των Θεοφανείων (6η Ιανουαρίου),
γ) την Καθαρά Δευτέρα (κινητή εορτή), εκτός από τα καταστήματα τροφίμων,
δ) την ημέρα του εορτασμού της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 (25η Μαρτίου),
ε) την Κυριακή και τη Δευτέρα του Πάσχα (κινητή εορτή),
στ) την ημέρα του εορτασμού της Εργατικής Πρωτομαγιάς (1η Μαΐου),
ζ) την ημέρα του εορτασμού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (15η Αυγούστου),
η) την ημέρα του εορτασμού της επετείου του «Όχι» και της έναρξης του Ελληνοϊταλικού Πολέμου του 1940 στο πλαίσιο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (28η Οκτωβρίου),
θ) την ημέρα των Χριστουγέννων και την επομένη της (25η και 26η Δεκεμβρίου) και
ι) την Κυριακή κατά την οποία διεξάγονται εθνικές εκλογές.

 


1α. Το ωράριο λειτουργίας της παρ. 1 μπορεί να παρατείνεται με απόφαση του κατά τόπον αρμόδιου Δημάρχου, μετά από πρόταση του τοπικού εμπορικού συλλόγου, μέχρι και τις 6:00 της επόμενης ημέρας. Με την ίδια απόφαση ορίζεται το χρονικό διάστημα για το οποίο επιτρέπεται η παράταση του ωραρίου.


2. Τα εμπορικά καταστήματα και καταστήματα παροχής υπηρεσιών σε καταναλωτές που επιτρέπεται να λειτουργούν, τηρούμενης της εργατικής νομοθεσίας, όλες τις ώρες της ημέρας και όλες τις ημέρες της εβδομάδας, είναι τα εξής:
α) καταστήματα εστίασης παντός είδους,
β) κυλικεία, καντίνες, κάβες, καταστήματα λιανικής πώλησης ξηρών καρπών, μικρές αγορές («mini markets») συνεχούς λειτουργίας,
γ) φωτογραφεία,
δ) καταστήματα παροχής υπηρεσιών διασκέδασης παντός είδους,
ε) ξενοδοχεία,
στ) ζαχαροπλαστεία, γαλακτοπωλεία και συναφή καταστήματα,
ζ) ανθοπωλεία,
η) πρατήρια υγρών καυσίμων,
θ) περίπτερα,
ι) καταστήματα και εγκαταστάσεις που λειτουργούν στους χώρους των Κεντρικών Αγορών, ια) καταστήματα που κατατάσσονται στις πολύ μικρές οντότητες, σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 3 του άρθρου 2 του ν. 4308/2014 (Α’ 251), σε δημοτικά διαμερίσματα με μόνιμο πληθυσμό μικρότερο από πέντε χιλιάδες (5.000) κατοίκους,
ιβ) γραφεία τελετών.


3. Στις περιοχές τουριστικού ή πολιτιστικού ενδιαφέροντος όπου παρουσιάζεται αυξημένη πληθυσμιακή επιβάρυνση επιτρέπεται επιπλέον, με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Επενδύσεων, που εκδίδεται μετά από πρόταση του Δήμου ή των Δήμων στους οποίους υπάγεται διοικητικά η περιοχή, ή του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής για περιοχές που ανήκουν σε χερσαία ζώνη λιμένα ή του Υπουργού Τουρισμού για περιοχές που ανήκουν στην χερσαία ζώνη τουριστικού λιμένα, η λειτουργία όλες τις ώρες και τις ημέρες της εβδομάδας, των εξής καταστημάτων:
α) αρτοποιεία,
β) οπωροπωλεία και καταστήματα μαναβικής,
γ) κρεοπωλεία,
δ) ιχθυοπωλεία,
ε) υπεραγορές (super-markets),
στ) καταστήματα που κατατάσσονται στις πολύ μικρές οντότητες, σύμφωνα με τις παρ. 2 και 3 του άρθρου 2 του ν. 4308/2014.

1. Επιτρέπεται η λειτουργία των εμπορικών καταστημάτων τις εξής Κυριακές:

α) Την πρώτη Κυριακή, κατά την έναρξη κάθε εκπτωτικής περιόδου της παρ. 1 του άρθρου 15,

β) τις δύο (2) Κυριακές, πριν από την ημέρα των Χριστουγέννων,

γ) την Κυριακή των Βαΐων,

δ) την τελευταία Κυριακή κάθε έτους,

ε) τη δεύτερη Κυριακή των χειμερινών εκπτώσεων και την τελευταία Κυριακή του Νοεμβρίου. Αν οι Κυριακές των περ. α) έως ε) συμπίπτουν με επίσημη αργία της παρ. 1 του άρθρου 15Α, η προαιρετική λειτουργία μεταφέρεται την αμέσως επόμενη Κυριακή που δεν συμπίπτει με επίσημη αργία.

1Α. Επιπλέον, επιτρέπεται η προαιρετική λειτουργία εμπορικών καταστημάτων τις Κυριακές την περίοδο από τον μήνα Μάιο έως και τον μήνα Οκτώβριο, εκτός από τη δεύτερη Κυριακή του μήνα Αυγούστου, στις εξής περιοχές:

α) στον Δήμο Αθηναίων, και

β) σε περιοχές του Δήμου Πειραιά, της Περιφερειακής Ενότητας Νοτίου Τομέα Αθηνών, του ιστορικού κέντρου Θεσσαλονίκης, όπως ορίζεται στην υπουργική απόφαση 3046/51009/1994 (Β’ 833), καθώς και στην περιοχή γύρω από τον Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών και στο Επιχειρηματικό Πάρκο Γιαλού Άγιος Δημήτριος Πύργος στον Δήμο Σπάτων της Περιφέρειας Αττικής, όπως οριοθετείται στην απόφαση ΠΕΧΩ οικ. 1516/Φεντ. επεκτ./05/9.3.2005 (Δ’ 319).

Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Επενδύσεων, ορίζονται τα συγκεκριμένα όρια των περιοχών της περ. β’, λαμβανομένης υπόψη της εμπορικής δραστηριότητας της κάθε περιοχής.

Σε περίπτωση, που η δεύτερη Κυριακή του Αυγούστου συμπίπτει με επίσημη αργία, η εξαίρεση του πρώτου εδαφίου μετατίθεται την προηγούμενη Κυριακή.

2. Με αιτιολογημένη απόφαση του κατά τόπον αρμόδιου Δημάρχου, η οποία εκδίδεται μετά από διαβούλευση με τοπικούς και συλλογικούς φορείς και ισχύει από το επόμενο έτος από τη δημοσίευσή της, ορίζονται με σαφή τρόπο οι περιοχές, στις οποίες επιτρέπεται προαιρετικά η λειτουργία των εμπορικών καταστημάτων και άλλες Κυριακές, πλην των αναφερομένων στις παρ. 1 και 1Α, λαμβανομένων υπόψη των τοπικών ιδιαιτεροτήτων που σχετίζονται με την οικονομική δραστηριότητα της περιοχής.

3. Η λειτουργία των καταστημάτων που λειτουργούν σύμφωνα με το παρόν τις Κυριακές επιτρέπεται από τις 11:00 έως τις 20:00.

4. Η απασχόληση των εργαζομένων στις περιπτώσεις του παρόντος είναι νόμιμη και αμείβεται, σύμφωνα με τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας που ορίζουν πρόσθετη αμοιβή για εργασία κατά τις Κυριακές. Στους εργαζόμενους που απασχολούνται σε εμπορικά καταστήματα την Κυριακή, σύμφωνα με το παρόν και το άρθρο 15Α, χορηγείται, επιπλέον, υποχρεωτικά μια (1) ημέρα ανάπαυσης σε άλλη ημέρα της ίδιας εβδομάδας.

1. Αρμόδιες υπηρεσίες για τον έλεγχο εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος και των κατ’ εξουσιοδότησή τους εκδιδομένων υπουργικών αποφάσεων, πλην των αναφερομένων στα αντικείμενα του επίσημου ελέγχου τροφίμων, είναι:
α) Οι υπηρεσίες ελέγχου του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων.
β) Οι Διευθύνσεις Ανάπτυξης των Περιφερειών.
γ) Οι Οργανισμοί Λαϊκών Αγορών Αττικής και Θεσσαλονίκης, όσον αφορά τους χώρους λειτουργίας των Λαϊκών Αγορών και Λαϊκών Αγορών Προϊόντων Βιολογικής Γεωργίας.
δ) Οι Υπηρεσίες του Λιμενικού Σώματος-Ελληνικής Ακτοφυλακής, στη ζώνη δικαιοδοσίας τους. Με απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, καθορίζονται οι όροι και προϋποθέσεις σφράγισης και αποσφράγισης των καταστημάτων ή επιχειρήσεων υγειονομικού ενδιαφέροντος που λειτουργούν εντός χερσαίων ζωνών λιμένων ή εντός θαλασσοπλοούντων πλοίων ή πλωτών ναυπηγημάτων ή μονίμως αγκυροβολημένων πλοίων, τα οποία βρίσκονται σε περιοχές αρμοδιότητας του Λιμενικού Σώματος-Ελληνικής Ακτοφυλακής, όπως αυτές προσδιορίζονται στην παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 4150/2013. Εξαιρούνται οι τουριστικοί λιμένες στους οποίους εφαρμόζεται η κείμενη νομοθεσία.
ε) Οι Υπηρεσίες του Γενικού Χημείου του Κράτους.
στ) Η Γενική Διεύθυνση του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.).
ζ) Η Δημοτική Αστυνομία.
2. Ειδικά για την εφαρμογή του παρόντος και των κατ’ εξουσιοδότηση τους εκδιδομένων υπουργικών αποφάσεων σχετικά με τη νομοθεσία περί τροφίμων, αρμόδιοι φορείς είναι οι κεντρικές αρμόδιες αρχές και οι αρμόδιες αρχές που προβλέπονται από την κείμενη εθνική νομοθεσία. Ειδικά για τα τρόφιμα που υπόκεινται σε Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης, αρμόδιος φορέας ελέγχου είναι το Γενικό Χημείο του Κράτους.
3. Οι ποινικές και διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλονται σε επιχειρήσεις που δεν συμμορφώνονται με τη νομοθεσία περί τροφίμων καθορίζονται από τις διατάξεις των ειδικότερων περί ελέγχου τροφίμων νόμων και των σχετικών κανονιστικών πράξεων που έχουν θεσπίσει οι κεντρικές αρμόδιες αρχές.
4. Διατάξεις που αφορούν τις διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλονται από το Γενικό Χημείο του Κράτους διατηρούνται σε ισχύ.
5. Οι κυρώσεις που επιβάλλονται δυνάμει του παρόντος δεν θίγουν ειδικότερα διοικητικά πρόστιμα που επιβάλλονται από τα αρμόδια όργανα μέσω πράξεων βεβαίωσης παράβασης κατά τον έλεγχο στους χώρους του υπαίθριου εμπορίου (πλανόδιου και στάσιμου), των λαϊκών αγορών και των λαϊκών αγορών προϊόντων βιολογικής γεωργίας, καθώς και τις κυρώσεις που επιβάλλονται από τους Οργανισμούς Λαϊκών Αγορών που λειτουργούν στη Χώρα.

1. Κατά τη διενέργεια των ελέγχων, οι αρμόδιοι υπάλληλοι έχουν καθήκοντα ειδικού ανακριτικού υπαλλήλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Οι αρμοδιότητες που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 39 του Ν. 3959/2011 (Α΄ 93) εφαρμόζονται αναλόγως.
2. Στην περίπτωση που οι υπάλληλοι που διενεργούν τον έλεγχο διαπιστώσουν ενδείξεις τέλεσης παράβασης, για την οποία δεν έχουν αρμοδιότητα επιβολής κύρωσης, υποχρεούνται να ενημερώσουν προς τούτο αμέσως τις εκάστοτε αρμόδιες αρχές.
3. Οι αρμόδιες αρχές για την άσκηση ελέγχων δύνανται να επιθεωρούν οποιονδήποτε χώρο όπου παρέχονται υπηρεσίες ή παράγονται, αποθηκεύονται, διακινούνται, διατίθενται στην αγορά ή εκτίθενται προϊόντα που προορίζονται για διάθεση στον καταναλωτή και να προβαίνουν σε σχετικούς ελέγχους.
4. Για την είσοδο στις εγκαταστάσεις παροχής υπηρεσιών ή παραγωγής, αποθήκευσης, διακίνησης και διάθεσης των προϊόντων των ελεγχομένων, τα αρμόδια όργανα ελέγχου οφείλουν να επιδεικνύουν τα σχετικά διοικητικά και άλλα έγγραφα των αρμόδιων αρχών εποπτείας της αγοράς που αποδεικνύουν τις σχετικές εντολές ελέγχου.
5. Οι ελεγχόμενοι υποχρεούνται σε κάθε περίπτωση να παρέχουν συνδρομή στα αρμόδια ελεγκτικά όργανα κατά την εκτέλεση του έργου τους.
6. Στο πλαίσιο των ελέγχων, οι αρμόδιοι υπάλληλοι δύνανται να λαμβάνουν άνευ ανταλλάγματος δείγματα από όλα τα ελεγχόμενα προϊόντα για περαιτέρω διεξαγωγή εργαστηριακών ελέγχων και για τη διαπίστωση της συμμόρφωσής τους προς την κείμενη νομοθεσία. Όλα τα δείγματα που λαμβάνονται για τους σκοπούς των ελέγχων παρόντων των ελεγχομένων επισημαίνονται και σφραγίζονται μονοσήμαντα από τα αρμόδια όργανα προκειμένου να σταλούν για περαιτέρω εργαστηριακό έλεγχο.
7. Κατά τη δειγματοληψία συντάσσεται Πρωτόκολλο Δειγματοληψίας από τους ελεγκτές, το οποίο περιέχει τουλάχιστον:
α) τα στοιχεία της επιχείρησης όπου ελήφθησαν τα δείγματα,
β) στοιχεία του προϊόντος επαρκή για να εξασφαλίζεται η ιχνηλασιμότητα του δείγματος και συνολική ποσότητα που δειγματίστηκε,
γ) ευρήματα ή παρατηρήσεις που προέκυψαν κατά τον επιτόπιο έλεγχο που διενεργήθηκε,
δ) υπογραφές από τους ελεγκτές και τον ελεγχθέντα,
ε) ενυπόγραφη δήλωση του υπευθύνου της επιχείρησης όπου λαμβάνεται το δείγμα, στην οποία αποδέχεται τη συσχέτιση του δείγματος με το τιμολόγιο αγοράς, το οποίο παραδίδει στους υπαλλήλους που διενεργούν τη δειγματοληψία.
8. Για τον τρόπο λήψης του δείγματος, την ποσότητα αυτού, τη μέθοδο σφράγισης και επισήμανσης, τα σχετικά με τη διασφάλιση της ταυτότητας του δείγματος και κάθε λεπτομέρεια που αφορά τη δειγματοληψία εφαρμόζονται οι ισχύουσες κατά περίπτωση διατάξεις ή τα προβλεπόμενα από τα ισχύοντα για κάθε προϊόν πρότυπα, καθώς και από τα προγράμματα ελέγχου που καταρτίζουν οι αρμόδιες αρχές. Σε κάθε περίπτωση, με την επιφύλαξη ειδικότερων διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας για τα τρόφιμα ο αριθμός των λαμβανομένων δειγμάτων και η ποσότητα κάθε δείγματος πρέπει να είναι ισόποσα, εύλογα και επαρκή:
α) για την πρώτη εργαστηριακή εξέταση,
β) για τη δεύτερη, αν ασκηθεί έφεση κατά του αποτελέσματος της πρώτης εργαστηριακής εξέτασης από τους οικονομικούς φορείς, και
γ) για την τρίτη εργαστηριακή εξέταση, σε περίπτωση ασυμφωνίας των αποτελεσμάτων μεταξύ πρώτης και δεύτερης εργαστηριακής εξέτασης.
9. Οι εργαστηριακοί έλεγχοι προϊόντων διενεργούνται σε διαπιστευμένα ή κοινοποιημένα ή αναγνωρισμένα ή εγκεκριμένα κατά περίπτωση εργαστήρια, όπως ορίζεται στην κείμενη νομοθεσία.
10. Η πρώτη εργαστηριακή εξέταση των προϊόντων που ελήφθησαν από τα εντεταλμένα ελεγκτικά όργανα γίνεται με μέριμνα και δαπάνη της αρμόδιας αρχής. Αν δεν υπάρχει διαθέσιμος ή πλήρης τεχνικός φάκελος για το δειγματιζόμενο προϊόν, μολονότι αυτό επιβάλλεται από τις ισχύουσες διατάξεις, βαρύνεται με το κόστος της πρώτης εξέτασης ο ελεγχόμενος.
11. Αν από τα αποτελέσματα της πρώτης εργαστηριακής εξέτασης προκύπτει ότι το δειγματισθέν προϊόν δεν πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτεί η σχετική νομοθεσία, ο ελεγχόμενος, αφού ενημερωθεί αρμοδίως, μπορεί να ασκήσει έφεση κατά των αποτελεσμάτων της πρώτης εργαστηριακής εξέτασης, εντός προθεσμίας δύο (2) εργάσιμων ημερών. Το κόστος της δεύτερης (κατ’ έφεση) εργαστηριακής εξέτασης βαρύνει τον ελεγχόμενο.
12. Στις περιπτώσεις που προκύπτουν διαφορές στα αποτελέσματα της πρώτης και δεύτερης (κατ’ έφεση) εξέτασης, διενεργείται υποχρεωτικά από την αρμόδια αρχή με δαπάνες της και τρίτη εργαστηριακή εξέταση σε διαφορετικό εργαστήριο.
13. α) Στην περίπτωση που ο εργαστηριακός έλεγχος διενεργείται από Υπηρεσίες του Γενικού Χημείου του Κράτους (ΓΧΚ), εφαρμόζονται οι ειδικότερες διατάξεις περί δειγματοληψίας, χημικών εξετάσεων, γνωματεύσεων και ευαλλοίωτων δειγμάτων που προβλέπονται από τα οικεία άρθρα του Κώδικα Τροφίμων και Ποτών και τις σχετικές Αποφάσεις του Ανωτάτου Χημικού Συμβουλίου (ΑΧΣ).
β) Επιπλέον, για τα δείγματα τα οποία εξετάζονται στις Υπηρεσίες του Γενικού Χημείου του Κράτους, ο κύριος του είδους ή αυτός από τον οποίο αγόρασε το είδος τρίτος, μπορεί να υποβάλει έφεση στη δειγματίσασα αρχή, κατά του αποτελέσματος της πρώτης εξέτασης, εντός της οριζόμενης στην παράγραφο 11 προθεσμίας. Η κατ` έφεση εξέταση εκτελείται από άλλο χημικό του ΓΧΚ, με δυνατότητα παράστασης εκπροσώπου του ενδιαφερομένου, κατά τα οριζόμενα στο οικείο άρθρο του ΚΤΠ σχετικά με τις κατ` έφεση εξετάσεις.
Ο εκπρόσωπος του ενδιαφερομένου μπορεί να είναι Χημικός ή Χημικός Μηχανικός ή Κτηνίατρος ή Γεωπόνος ή Βιολόγος ή Τεχνολόγος Τροφίμων ΤΕΙ ή Οινολόγος ΤΕΙ, ανάλογα με το είδος της εργαστηριακής εξέτασης, κατά τα οριζόμενα στο οικείο άρθρο του ΚΤΠ σχετικά με τις κατ` έφεση εξετάσεις. Η αίτηση για έφεση διαβιβάζεται από τη δειγματίσασα αρχή στην αρμόδια υπηρεσία του ΓΧΚ, συνοδευόμενη από διπλότυπο είσπραξης παραβόλου, το οποίο καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας. Προκειμένου περί ευαλλοίωτων τροφίμων, οι Υπηρεσίες του ΓΧΚ προβαίνουν αυτεπάγγελτα στην εξέταση του δεύτερου (κατ` έφεση) δείγματος, εκτός αν ρητά αναγράφεται στο πρωτόκολλο δειγματοληψίας ότι ο ενδιαφερόμενος δεν επιθυμεί έφεση, τηρουμένων των διαδικασιών που προβλέπονται στο οικείο άρθρο του ΚΤΠ.
γ) Στις περιπτώσεις όπου υπάρχει:
γα) διαφορά αποτελέσματος ή γνωμάτευσης μεταξύ της πρώτης και της κατ` έφεση εξέτασης στο Γενικό Χημείο του Κράτους ή
γβ) διαφωνία του ως άνω οριζόμενου εκπροσώπου του ενδιαφερομένου με το αποτέλεσμα ή τη γνωμάτευση του Γενικού Χημείου του Κράτους, αποφαίνεται το Ανώτατο Χημικό Συμβούλιο περί της κανονικότητας του δείγματος, με τις διαδικασίες που προβλέπονται στο σχετικό άρθρο του ΚΤΠ για τις κατ` έφεση εξετάσεις, με την επιφύλαξη ειδικών αποφάσεων του ΑΧΣ.

1.Με την επιφύλαξη των ειδικότερων ρυθμίσεων του άρθρου 20 του παρόντος νόμου, όποιος παρεμποδίζει τον ασκούμενο έλεγχο ή αρνείται με οποιονδήποτε τρόπο να παραδώσει στους αρμόδιους υπαλλήλους οποιοδήποτε στοιχείο απαραίτητο για τη διεξαγωγή του ελέγχου, όπως ιδίως τα τιμολόγια αγοραπωλησίας ή άλλα έγγραφα, τιμωρείται με φυλάκιση. Παρεμπόδιση ελέγχου θεωρείται και η απόκρυψη των απαιτούμενων στοιχείων ή η παραποίηση των στοιχείων αυτών ή η ψευδής παράθεσή τους.
2. (καταργήθηκε)
3. Όποιος παραποιεί ή νοθεύει, εν γνώσει του κατέχει προς εμπορία, πωλεί, θέτει σε κυκλοφορία ή παραδίδει για χρήση άλλα είδη βιοτικής ανάγκης πλην τροφίμων παραποιημένα ή νοθευμένα, που προορίζονται για εμπορία, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών.
4. Όποιος παράγει, διακινεί ή διαθέτει προϊόντα που εξεταζόμενα ευρίσκονται, με βάση τις γνωματεύσεις των αρμόδιων υπηρεσιών του ΓΧΚ, να μην πληρούν τις ειδικές προδιαγραφές και τα χαρακτηριστικά ποιότητας που καθορίζονται από τις σχετικές διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας ή και τις οικείες αποφάσεις του ΑΧΣ, τιμωρείται με φυλάκιση.
5.Με την επιφύλαξη των ειδικότερων ρυθμίσεων του άρθρου 20 του παρόντος νόμου, όποιος καθ’ οιονδήποτε τρόπο καταδολιεύει ή αλλοιώνει το μηχανολογικό ή ηλεκτρολογικό ή ηλεκτρονικό μέρος των οργάνων μέτρησης ή το λογισμικό αυτών ή το λογισμικό κάθε συσχετιζομένου με το όργανο συστήματος ή αλλοιώνει τις ενδείξεις των οργάνων μέτρησης ή τα δεδομένα που δέχονται ή που παράγουν τα όργανα μέτρησης, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι (6) μηνών. Τα όργανα μέτρησης, καθώς και τα μέσα καταδολίευσης κατάσχονται. Οι ανωτέρω κυρώσεις επιβάλλονται και σε περιπτώσεις εντοπισμού ιχνών καταδολίευσης ή αλλοίωσης. Σε περίπτωση που εντός διαστήματος δύο (2) ετών από την επιβολή της κύρωσης διαπιστωθεί εκ νέου παράβαση, αφαιρείται οριστικά η άδεια λειτουργίας της επιχείρησης, με απόφαση της αδειοδοτούσας αρχής, της πράξης χαρακτηριζόμενης ως σοβαρής παράβασης των όρων χορήγησης της σχετικής άδειας
6. Στους παραβάτες των παραγράφων 1 έως 5 του παρόντος άρθρου, πέραν των ποινικών κυρώσεων, επιβάλλονται και διοικητικές κυρώσεις κατά το άρθρο 22 του παρόντος νόμου.
7. Όποιος εμπορεύεται, παραχωρεί, κατασκευάζει ή εγκαθιστά τα μέσα για τη διάπραξη του αδικήματος της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους και με διοικητικό πρόστιμο ύψους είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ. Όταν ο διαπράξας το αδίκημα αυτό είναι εξουσιοδοτημένο ή αδειοδοτημένο συνεργείο και διαπιστωθεί εκ νέου παράβαση εντός διαστήματος δύο (2) ετών από την επιβολή της κύρωσης, αφαιρείται επιπλέον οριστικά η εξουσιοδότηση ή η άδεια λειτουργίας, με απόφαση της εξουσιοδοτούσας ή της αδειοδοτούσας αρχής, της πράξης χαρακτηριζόμενης ως σοβαρής παράβασης των όρων χορήγησης της σχετικής εξουσιοδότησης ή άδειας.

1.α. Στις εγκαταστάσεις για τη λειτουργία των οποίων προβλέπεται η έκδοση άδειας εμπορίας ή/και λιανικής εμπορίας πετρελαιοειδών προϊόντων ή/και διάθεσης βιοκαυσίμων, η καθ’ οιονδήποτε τρόπο καταδολίευση ή ο εντοπισμός ιχνών καταδολίευσης ή η αλλοίωση στο μηχανολογικό ή ηλεκτρολογικό ή ηλεκτρονικό μέρος των συστημάτων μέτρησης/μετρητών ποσότητας καυσίμων ή στο λογισμικό αυτών ή στο λογισμικό κάθε συσχετιζόμενου με τους διανεμητές συστήματος ή η αλλοίωση των ενδείξεών τους ή αλλοίωση των δεδομένων που δέχονται ή που παράγουν, ή η μη εγκεκριμένη τροποποίηση εξαρτημάτων που επηρεάζουν τα μετρολογικά δεδομένα, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι (6) μηνών.

β. Επιβάλλεται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) ετών, αν ο υπαίτιος διαπράττει την παράβαση αυτή κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια.

γ. Τα μέσα καταδολίευσης ή αλλοίωσης κατάσχονται και επιβάλλεται στον λειτουργούντα την εγκατάσταση διοικητικό πρόστιμο ύψους τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ για κάθε επηρεαζόμενο μετρητή.

δ. Συγχρόνως αφαιρείται υποχρεωτικά οριστικά η άδεια λειτουργίας της εν λόγω εγκατάστασης, με απόφαση της αδειοδοτούσας αρχής, της πράξης χαρακτηριζόμενης ως σοβαρής παράβασης των όρων χορήγησης της σχετικής άδειας κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 17 παρ. 6 του Ν. 3054/2002 (Α΄ 230), όπως ισχύει. Για την έκδοση της ανωτέρω απόφασης, η ελεγκτική αρχή αποστέλλει το φάκελο της υπόθεσης συνοδευόμενο από σχετική εισήγηση στην αδειοδοτούσα αρχή εντός πέντε εργασίμων ημερών από τη διαπίστωση τέλεσης της παράβασης.

ε. Δεν επιτρέπεται η χορήγηση νέας άδειας λειτουργίας παρόμοιας επιχείρησης στον παραβάτη φυσικό πρόσωπο ή σε όποιον σχετίζεται με την επιχειρησιακή εκμετάλλευση της επιχείρησης, στην οποία εντοπίζεται η παραβατική συμπεριφορά σε θέση ευθύνης, ή σε σύζυγο ή σε συγγενείς αυτού μέχρι δευτέρου βαθμού ή σε νομικό πρόσωπο, στο οποίο ο παραβάτης ή ο σύζυγός ή συγγενείς αυτού μέχρι δευτέρου βαθμού συμμετέχουν στη διοίκησή του με οποιονδήποτε τρόπο ή στο εταιρικό του κεφάλαιο κατά ποσοστό τουλάχιστον 50%, για χρονικό διάστημα δέκα (10) ετών από την αφαίρεση της άδειας.

2. α. Όποιος εμπορεύεται, παραχωρεί, κατασκευάζει, εγκαθιστά ή σφραγίζει τα μέσα για τη διάπραξη του αδικήματος της παραγράφου 1 τιμωρείται με κάθειρξη και με διοικητικό πρόστιμο εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ.

β. Όταν ο διαπράξας το ως άνω αδίκημα λειτουργεί ως εκπρόσωπος εξουσιοδοτημένου συνεργείου και διαπιστωθεί εκ νέου παράβαση εντός διαστήματος δέκα (10) ετών από την επιβολή της κύρωσης, αφαιρείται επιπλέον οριστικά η εξουσιοδότηση, με απόφαση της εξουσιοδοτούσας αρχής, της πράξης χαρακτηριζόμενης ως σοβαρής παράβασης των όρων χορήγησης της σχετικής εξουσιοδότησης.

γ. Όποιος εμπορεύεται, παραχωρεί ή κατασκευάζει συστήματα μέτρησης/μετρητές ποσότητας καυσίμων, οι οποίοι δεν συμμορφώνονται, ως προς τα μετρολογικά τους χαρακτηριστικά, με το ισχύον εθνικό ή ενωσιακό δίκαιο τιμωρείται με διοικητικό πρόστιμο εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ.

3.α. Ειδικά, εάν κατά τη διενέργεια ελέγχου από τα αρμόδια όργανα διαπιστωθεί σφάλμα συστήματος μέτρησης/μετρητή καυσίμων που κατά τις κατωτέρω διακρίσεις βρίσκεται εντός ή υπερβαίνει τα κατωτέρω όρια, επιβάλλονται οι ακόλουθες κυρώσεις:

β. Στις περιπτώσεις 3α και 3β του παραπάνω πίνακα αφαιρείται επιπλέον η άδεια λειτουργίας της εγκατάστασης, στην οποία εντοπίζεται η παραβατική συμπεριφορά, με τη διαδικασία της παρ. 1δ και τους περιορισμούς ως προς τη χορήγηση άδειας ή νέας άδειας της παραγράφου 1ε του παρόντος άρθρου.

γ. Στις περιπτώσεις 2α και 2β του παραπάνω πίνακα, όταν, εντός διαστήματος τριών (3) ετών από την επιβολή της κύρωσης, διαπιστωθεί εκ νέου παράβαση, αφαιρείται η άδεια λειτουργίας της εγκατάστασης, στην οποία εντοπίζεται η παραβατική συμπεριφορά, με τη διαδικασία που προβλέπεται στην παράγραφο 1δ και τους περιορισμούς ως προς τη χορήγηση άδειας ή νέας άδειας της παραγράφου 1ε του παρόντος άρθρου.

4. Για τη διαπίστωση των παραβάσεων της παραγράφου 3 ο έλεγχος διενεργείται και με ειδικά μετασκευασμένο για το σκοπό αυτόν αυτοκινούμενο όχημα με συμβατικές πινακίδες κυκλοφορίας, χωρίς προηγούμενη γνωστοποίηση στον ελεγχόμενο.

Κατά την αναζήτηση στοιχείων από τον ενδιαφερόμενο για το διενεργηθέντα έλεγχο, δεν παρέχονται ο αριθμός κυκλοφορίας και τα λοιπά στοιχεία ταυτοποίησης του οχήματος, τα στοιχεία ταυτότητας των ελεγκτών, η ημερομηνία και η ώρα ελέγχου που αποτυπώνονται στην εκτύπωση των αποτελεσμάτων της μέτρησης, καθώς και ο αριθμός και η ημερομηνία της σχετικής απόδειξης εσόδου, στοιχεία τα οποία διατίθενται μόνο στις εισαγγελικές και δικαστικές αρχές, κατά την εξέταση των υποθέσεων, για τη διασφάλιση της εμπιστευτικότητας των στοιχείων του εν λόγω ελέγχου.

Τα αποτελέσματα των ελέγχων και ο προσδιορισμός της ταυτότητας του ελεγχόμενου πρατηρίου υγρών καυσίμων, μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος εντοπισμού θέσης (GPS), δεν αμφισβητούνται για οποιονδήποτε λόγο και προσβάλλονται μόνο για λόγους πλαστότητας.

Με απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης, Εσωτερικών και Οικονομικών καθορίζονται οι προδιαγραφές του ειδικού οχήματος, του συστήματος μέτρησης του όγκου του παραλαμβανόμενου καυσίμου και του ηλεκτρονικού συστήματος εντοπισμού θέσης (GPS) για την απόδειξη της ακριβούς θέσης και την ταυτοποίηση του ελεγχόμενου πρατηρίου, καθώς και οι διαδικασίες ελέγχου, τα είδη και ο τρόπος παραγωγής και αξιολόγησης των επίσημων έντυπων στοιχείων που δημιουργούνται κατά τον έλεγχο, το μέγιστο ανεκτό σφάλμα του μετρητικού συστήματος που χρησιμοποιείται, τα προγράμματα εκπαίδευσης των ελεγκτών, η έγκριση της τεχνικής τους επάρκειας, η αποζημίωσή τους και κάθε άλλο σχετικό θέμα.

5. Τα πρόσωπα που κατέχουν, διακινούν και εμπορεύονται νοθευμένα καύσιμα τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους και αυτά που κατέχουν, διακινούν και εμπορεύονται μη κανονικά καύσιμα τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών. Στα πρόσωπα του προηγούμενου εδαφίου επιβάλλονται οι διοικητικές κυρώσεις που προβλέπονται και υπολογίζονται σύμφωνα με τα ειδικώς καθοριζόμενα στην απόφαση Δ19/Φ.11/οικ.13098/1156/7.7.2010 (Β΄1039), όπως εκάστοτε ισχύει.

6. Για τα ποινικά αδικήματα του παρόντος άρθρου ως αυτουργοί διώκονται οι νόμιμοι εκπρόσωποι και οι εν τοις πράγμασι ασκούντες τη διοίκηση και διαχείριση της επιχείρησης.

1. Στους εμπόρους που παραβιάζουν την παρ. 1 του άρθρου 15 επιβάλλεται πρόστιμο έως το ένα τοις εκατό (1%) του ετήσιου κύκλου εργασιών και πάντως όχι μικρότερο από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ. Αν στον ίδιο έμπορο επιβληθεί για δεύτερη φορά πρόστιμο για την ίδια παράβαση μέσα σε διάστημα πέντε (5) ετών, το ανώτατο ύψος του προστίμου προσαυξάνεται στο τρία τοις εκατό (3%) του ετήσιου κύκλου εργασιών του.

2. Αν οι εκπτώσεις, προσφορές ή οποιαδήποτε ανακοίνωση περί μείωσης της τιμής είναι ανακριβείς ή παραπλανητικές ως προς το ποσοστό της έκπτωσης ή ως προς τις τιμές ή ως προς την ποσότητα των προσφερόμενων με έκπτωση ή σε προσφορά προϊόντων ή ενέχουν οποιασδήποτε μορφής απόκρυψη ή παραπλάνηση, επιβάλλεται σε βάρος του εμπόρου πρόστιμο έως το δύο τοις εκατό (2%) του ετήσιου κύκλου εργασιών και πάντως όχι μικρότερο από είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ. Αν στον έμπορο επιβληθεί για δεύτερη φορά πρόστιμο για την ίδια παράβαση μέσα σε διάστημα πέντε (5) ετών, το ανώτατο ύψος του προστίμου προσαυξάνεται στο τέσσερα τοις εκατό (4%) του ετήσιου κύκλου εργασιών του.

3. (καταργήθηκε)

4. Στους εμπόρους που παραβιάζουν το άρθρο 16, περί λειτουργίας των εμπορικών καταστημάτων τις Κυριακές, επιβάλλεται πρόστιμο έως το δύο τοις εκατό (2%) του ετήσιου κύκλου εργασιών τους και πάντως όχι μικρότερο από είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ. Σε περίπτωση που επιβληθεί για δεύτερη φορά πρόστιμο για την ίδια παράβαση μέσα σε διάστημα πέντε (5) ετών, το ανώτατο ύψος του προστίμου αυξάνεται στο τέσσερα τοις εκατό (4%) του ετήσιου κύκλου εργασιών.

 

4α. Η αρμόδια για την επιβολή του προστίμου αρχή λαμβάνει υπόψη για την επιμέτρηση του προστίμου, σύμφωνα με τις παρ. 1, 2 και 4, κάθε επιβαρυντικό ή ελαφρυντικό στοιχείο που προκύπτει από τις περιστάσεις της υπόθεσης και ιδίως:

α) τη φύση, τη βαρύτητα, την έκταση και τη διάρκεια της παράβασης,

β) τις ενέργειες της εμπορικής επιχείρησης, με σκοπό τον μετριασμό ή την επανόρθωση μετά τη ζημία που υπέστησαν οι καταναλωτές,

γ) τις προηγούμενες παραβάσεις της εμπορικής επιχείρησης,

δ) τα οικονομικά οφέλη που αποκόμισε ή τις ζημίες που απέφυγε η εμπορική επιχείρηση λόγω της παράβασης, εάν τα σχετικά στοιχεία είναι διαθέσιμα, και

ε) τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν στην εμπορική επιχείρηση για την ίδια παράβαση σε άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε διασυνοριακές υποθέσεις, όπου οι πληροφορίες, σχετικά με τις εν λόγω κυρώσεις, είναι διαθέσιμες μέσω του μηχανισμού που θεσπίστηκε με τον Κανονισμό (ΕΕ) 2017/2394 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2017, σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για την επιβολή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών και με την κατάργηση του Κανονισμού (ΕΚ) 2006/2004 (L 345).

5. Αρμόδιος για την επιβολή των προστίμων του παρόντος άρθρου είναι:

 

α) ο Γραμματέας της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, όπου διαπιστώνεται η παράβαση, με την επιφύλαξη της περ. β). Ο Γραμματέας της Αποκεντρωμένης Διοίκησης υποχρεούται, ανά μήνα, να κοινοποιεί τις σχετικές αποφάσεις στον Γενικό Γραμματέα Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, καθώς και στον Διοικητή της Διυπηρεσιακής Μονάδας Ελέγχου Αγοράς (ΔΙ.Μ.Ε.Α.). Σε περίπτωση παράβασης του παρόντος σε πλοία, αρμόδιος για την επιβολή των προστίμων είναι ο Γραμματέας της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, στην περιοχή αρμοδιότητας του οποίου εδρεύει η Υπηρεσία του Λιμενικού

Σώματος Ελληνικής Ακτοφυλακής, όργανο της οποίας βεβαίωσε την παράβαση,

β) ο Διοικητής της Διυπηρεσιακής Μονάδας Ελέγχου Αγοράς (ΔΙ.Μ.Ε.Α.) του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, για ελέγχους που πραγματοποιούνται από τις υπηρεσίες ελέγχου της ΔΙ.Μ.Ε.Α.

6. Για τον υπολογισμό του κύκλου εργασιών στις παρ. 1, 2 και 4 εφαρμόζεται το άρθρο 10 του ν. 3959/2011 (Α΄ 93).

1. Με την επιφύλαξη των άρθρων 20 και 21 , καθώς και των άρθρων 5 παρ. 1 και 7 παρ. 10 του Ν. 2323/1995 (Α΄145), για παραβάσεις του παρόντος νόμου, καθώς και των κατ’ εξουσιοδότησή του εκδιδομένων υπουργικών αποφάσεων κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 4, πέραν των ποινικών κυρώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 19, επιβάλλεται πρόστιμο από πεντακόσια (500) ευρώ μέχρι τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, εκτός εάν άλλως ορίζεται. Σε περίπτωση υποτροπής για την ίδια παράβαση εντός τριετίας, το ποσό του επιβαλλόμενου προστίμου διπλασιάζεται και σε περίπτωση επανειλημμένης υποτροπής εντός του ίδιου χρονικού διαστήματος το ποσό του προστίμου τριπλασιάζεται.

2. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας καθορίζονται ειδικότερα τα κριτήρια επιβολής και το ύψος του προστίμου που επιβάλλεται για καθεμία από τις παραβάσεις ή την κατηγορία παραβάσεων του παρόντος νόμου, εντός των ορίων που προβλέπει αυτή, και μπορεί να ρυθμίζεται κάθε ειδικότερο θέμα που αφορά το πρόστιμο.

3. Με αποφάσεις του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας  καθορίζονται και οι διαδικασίες για τη δέσμευση των προϊόντων ή τη σφράγιση των εγκαταστάσεων σε συνεργασία με τις λιμενικές και αστυνομικές αρχές που προβλέπονται στις κείμενεςδιατάξεις.

4. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας μπορεί να αναπροσαρμόζεται το όριο των προστίμων της παραγράφου 1.

1. Με την επιφύλαξη ειδικότερων ρυθμίσεων του παρόντος νόμου, σε περίπτωση τελεσίδικης καταδικαστικής απόφασης για στερητική της ελευθερίας ποινή πάνω από έξι (6) μήνες για αδικήματα του παρόντος νόμου, με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας επιβάλλεται η προσωρινή ανάκληση της άδειας λειτουργίας της επιχείρησης ή η προσωρινή απαγόρευση της άσκησης δραστηριότητας για διάστημα τριάντα (30) ημερών. Σε περίπτωση νέας τελεσίδικης καταδίκης για το ίδιο αδίκημα, το διάστημα προσωρινής ανάκλησης ή προσωρινής απαγόρευσης της άσκησης δραστηριότητας ορίζεται σε έξι (6) μήνες και σε περίπτωση τρίτης τελεσίδικης καταδίκης για το ίδιο αδίκημα, επιβάλλεται οριστική ανάκληση, μερική ή εξ ολοκλήρου, της άδειας λειτουργίας της επιχείρησης ή απαγόρευση της άσκησης δραστηριότητας.
2. Αν για τα αδικήματα αυτά εκδοθεί αμετάκλητη αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, ανακαλείται η απόφαση με την οποία επιβλήθηκε η προσωρινή ανάκληση της άδειας λειτουργίας της επιχείρησης ή η προσωρινή απαγόρευση της άσκησης δραστηριότητας ή η οριστική ανάκληση, μερική ή εξ ολοκλήρου, της άδειας λειτουργίας της επιχείρησης ή η απαγόρευση της άσκησης δραστηριότητας, υπό την προϋπόθεση ότι ο ενδιαφερόμενος προηγουμένως θα προσκομίσει στην υπηρεσία που εξέδωσε την απόφαση της παραγράφου 1, επίσημο αντίγραφο της αθωωτικής του δικαστηρίου απόφασης και βεβαίωση περί του αμετακλήτου αυτής.
3. Οι ανωτέρω αποφάσεις του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας εκτελούνται από την υπηρεσία που έχει εκδώσει την άδεια.
4. Σε περίπτωση μεταβολής του φορέα της επιχείρησης με οποιονδήποτε τρόπο, η απαγόρευση λειτουργίας της επιχείρησης ισχύει και κατά του νέου φορέα, για όσο χρόνο διαρκεί η ανάκληση της άδειας λειτουργίας ή η απαγόρευση της άσκησης δραστηριότητας.
5. Επί τελεσιδικίας της υπόθεσης, κατά τις διατάξεις της ως άνω παραγράφου 1, οι Προϊστάμενοι της Γραμματείας των Δικαστηρίων που εξέδωσαν τις καταδικαστικές αποφάσεις υποβάλλουν, μέσα σε σαράντα (40) ημέρες από την τελεσιδικία της απόφασης, αντίγραφο στο αρμόδιο για την επιβολή των πρόσθετων διοικητικών μέτρων της παραγράφου 1 όργανο.
6. Στην περίπτωση που προβλέπεται η επιβολή μόνο διοικητικών προστίμων κατ’ εφαρμογή του παρόντος ή των κατ’ εξουσιοδότηση εκδιδομένων υπουργικών αποφάσεων, εάν μέσα σε διάστημα πέντε (5) ετών επιβληθούν στον ίδιο παραβάτη συνολικά πρόστιμα ύψους άνω του ενός εκατομμυρίου (1.000.000) ευρώ, ο Υπουργός Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας με απόφασή του επιβάλλει την προσωρινή ανάκληση της άδειας λειτουργίας ή την προσωρινή απαγόρευση της άσκησης δραστηριότητας για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ημερών. Εάν κατά το ίδιο χρονικό διάστημα των πέντε (5) ετών επιβληθούν συνολικά πρόστιμα ύψους άνω των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) ευρώ, ο Υπουργός Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας με απόφασή του επιβάλλει την οριστική ανάκληση, μερική ή εξ ολοκλήρου, της άδειας λειτουργίας ή την οριστική απαγόρευση της άσκησης δραστηριότητας.

1. Τα πρόστιμα επιβάλλονται με απόφαση του Προϊσταμένου της υπηρεσίας στην οποία υπάγονται τα ελεγκτικά όργανα που διαπίστωσαν την παράβαση. Σε περίπτωση που η υπηρεσία στην οποία υπάγονται τα ελεγκτικά όργανα δεν είναι αρμόδια για την επιβολή κύρωσης, τα πρόστιμα επιβάλλονται με απόφαση του Προϊσταμένου της υπηρεσίας που είναι αρμόδια για την επιβολή κύρωσης, στην οποίαν διαβιβάζεται η σχετική έκθεση ελέγχου. Τα ελεγκτικά όργανα υποχρεούνται να υποβάλουν εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία διαπίστωσης τέλεσης της παράβασης τις σχετικές εκθέσεις στα όργανα που είναι αρμόδια για την επιβολή του προστίμου. Η απόφαση επιβολής προστίμου εκδίδεται μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από την υποβολή της σχετικής έκθεσης, και αφού ζητηθεί ακρόαση του διοικουμένου κατά το άρθρο 6 του Ν. 2690/1999 (Α΄ 45), και κοινοποιείται αμελλητί στον παραβάτη.
2. Περίληψη των πράξεων, με τις οποίες επιβάλλεται το πρόστιμο των προηγούμενων παραγράφων, αναρτάται υποχρεωτικά στο διαδικτυακό τόπο (site) του φορέα ή της αρχής που εξέδωσε την πράξη εντός τριών (3) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία απόφασης. Η περίληψη περιλαμβάνει την επωνυμία ή το ονοματεπώνυμο του παραβάτη, την έδρα και τον τόπο της παράβασης, περιγραφή της παράβασης και το επιβληθέν πρόστιμο.
3. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας ρυθμίζονται τα ειδικότερα θέματα σχετικά με τον τρόπο επιβολής των προστίμων που επιβάλλονται από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα κατά τη διαπίστωση της παράβασης, σε εφαρμογή των διατάξεων του νόμου αυτού.

Τα διοικητικά πρόστιμα του παρόντος νόμου εισπράττονται, σύμφωνα με τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.) (Ν.Δ. 356/1974, Α΄90), και αποδίδονται, με την επιφύλαξη της παρ. 1 του άρθρου 16 του Ν. 2946/2001 (Α΄224), στον Κρατικό Προϋπολογισμό.

1. Η απόφαση επιβολής διοικητικού προστίμου του παρόντος νόμου υπόκειται σε ενδικοφανή προσφυγή μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίησή της.
2. Η ενδικοφανής προσφυγή ασκείται ενώπιον του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης, εφόσον οι διοικητικές κυρώσεις έχουν επιβληθεί από τις κεντρικές υπηρεσίες του Υπουργείου, ενώπιον του Υπουργού Οικονομικών, εφόσον οι διοικητικές κυρώσεις έχουν επιβληθεί από το ΣΔΟΕ, και ενώπιον του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης, στην περιφέρεια του οποίου διαπιστώθηκε η παράβαση, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις. Η απόφαση επί της προσφυγής εκδίδεται μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κατάθεση της προσφυγής.
3. Η απόφαση επί της ενδικοφανούς προσφυγής υπόκειται σε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου του τόπου όπου εδρεύει το όργανο που εξέδωσε την απόφαση επιβολής προστίμου, μέσα στην προθεσμία της παραγράφου 1 του άρθρου 66 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
Η εμπρόθεσμη άσκηση της προσφυγής και η τυχόν υποβολή αίτησης αναστολής δεν αναστέλλουν την είσπραξη του είκοσι τοις εκατό (20%) του προστίμου. Μετά την έκδοση απόφασης από το Διοικητικό Πρωτοδικείο το ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) που εισπράχθηκε συμψηφίζεται ή επιστρέφεται ολικά ή μερικά στον διοικούμενο, ανάλογα με την περίπτωση.
4. Το ύψος του επιβληθέντος διοικητικού προστίμου μειώνεται στο ήμισυ εάν ο υπόχρεος εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης σε αυτόν της σχετικής πράξης και σε κάθε περίπτωση πριν την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής της παραγράφου 1, προβεί σε καταβολή του προστίμου. Η καταβολή αυτή συνεπάγεται την αυτοδίκαιη παραίτηση του υπόχρεου από κάθε δικαίωμα προσβολής ή αμφισβήτησης της πράξης επιβολής προστίμου.

Β. Κανόνες Διακίνησης και Εμπορίας Προϊόντων και Παροχής Υπηρεσιών (ΔΙ.Ε.Π.Π.Υ.)

Κανόνες ΔΙ.Ε.Π.Π.Υ. σύμφωνα με την Υπουργική Απόφαση υπ. αρ. 91354/2017 “Κωδικοποίηση Κανόνων Διακίνησης και Εμπορίας Προϊόντων και Παροχής Υπηρεσιών (Κανόνες ΔΙ.Ε.Π.Π.Υ.)“,

(όπως ισχύει μετά και την υπουργική απόφαση υπ. αρ. 35952/13.04.2023)

Γ. Υποχρέωση χρήσης τερματικών συσκευών αποδοχής καρτών (POS)